- καρβουνόσκονη
- ησκόνη από κάρβουνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
ανθρακόκονις — η καρβουνόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ανθρακόπλινθος — η η πλίνθος που κατασκευάζεται απο καρβουνόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται στον πληθυντικό (ανθρακόπλινθοι, αι) απο το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… … Dictionary of Greek
κονίλη — κονίλη, ἡ (Α) γένος φυτού, το ορίγανον, η ρίγανη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. ίλη (πρβλ. μαρ ίλη «τέφρα, καρβουνόσκονη»). Η λ. κονίλη, λόγω τής έντονης μυρωδιάς τού φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ.… … Dictionary of Greek
μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… … Dictionary of Greek
στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μαρξ, αδελφοί — (The Marx Brothers). Οικογένεια Αμερικανών κωμικών του κινηματογράφου. Την ομάδα αποτελούσαν τα αδέλφια Γκράουτσο Μ. (Groucho Marx, Νέα Υόρκη 1890 – 1977), Ζέπο Μ. (Zeppo Marx, Νέα Υόρκη 1901 – 1979), Τσίκο Μ. (Chico Marx, Νέα Υόρκη 1886 – 1961)… … Dictionary of Greek